Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταφορα
καταφορά
κατα-φορά
ἡ
; 1) падение, стремительность
ex. (ποταμοῦ Polyb.)
καταφοραὴ ὄμβρων Plat. — ливни
; 2) бессознательное состояние, обморок
ex. (κάρος ὑπνώδης καὴ κ. Plut.)
; 3) удар (мечом) сверху, рубящий удар
ex. (αἱ καταφοραὴ τῶν μαχαιρῶν Polyb.)
ἐκ καταφορᾶς Polyb., Plut. — с размаху;
τραῦμα ἐκ καταφορᾶς Plut. — рубленая, т.е. глубокая рана