Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περισπειραω
περισπειράω
περι-σπειράω
; 1) обматывать, обертывать, обвивать (τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ Plut.):
περισπειρᾶσθαί τινι Luc. обвиваться вокруг чего-л.;
; 2) med. окружать, оцеплять (τὰ μέσα τῆς πόλεως τοῖς ὁπλίταις Plut.).