Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επικαμπτω
ἐπικάμπτω
ἐπι-κάμπτω
; 1) сгибать
ex. (δάκτυλον Arst.)
ὀφρὺς ἐπικεκαμμένη Arst. — дугообразная бровь
; 2) воен. строить углом
ex. ἐ. εἰς κύκλωσιν Xen. — загнуть фланги для окружения противника
; 3) изгибаться
ex. (ἔντερον ἐπικάμψαν Arst.)