Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατειπον
κατεῖπον
κατ-εῖπον
(aor. 2) и ион. κατεῖπα (aor. 1)
ex. (inf. κατειπεῖν)
; 1) выступить с обвинением, обвинить, донести
ex. (τινος πρός τινα Plat. и τι πρός τινα Plut.)
μέ πρὸς θεῶν ἡμῶν κατείπῃς Arph. — ради богов, не выдай нас
; 2) (рас)сказать, сообщить, объявить
ex. (τινί τι Eur.; τέν ἁμαρτίαν αὑτου Plut.)
κ. τινα ἥκοντα Eur. — рассказать, что кто-л. пришел
; 3) уведомить
ex. (πατέρα Eur.)
; 4) сосчитать
ex. (φύλλα δένδρων Anacr.)