Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
εισκαλεω
εἰσκαλέω
εἰσ-κᾰλέω
ион.
и
староатт.
ἐσκᾰλέω
тж.
med.
звать к себе, призывать
ex. (τινας
Arph.
,
med.
Polyb.
; τινα πρός τινα
Thuc.
,
Xen.
)