Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συνεπιμαρτυρεω
συνεπιμαρτυρέω
συν-επιμαρτῠρέω
; 1) вместе свидетельствовать, подтверждать
ex. (σημείοις καὴ τέρασι NT.)
συνεπιμαρτυρεῖ καὴ ὁ βίος ἅπας Arst. — вся жизнь подтверждает (это)
; 2) давать благоприятный отзыв, одобрять Plut.