Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
θηλαζω
θηλάζω
; 1) тж. med. кормить грудью
ex. (τὸ παιδίον Lys.; λύκαινα θελαζομένη Plut.)
αἱ θηλαζόμεναι Arst. и αἱ θηλάζουσαι NT. — кормящие матери
; 2) (о детях и детенышах) сосать
ex. (φώκη θηλάζεται ὑπὸ τῶν τέκνων Arst.)
οἱ θηλάζοντες и τὰ θηλάζοντα NT. — грудные младенцы;
θηλάζων χοῖρος Theocr. — молочный поросенок