Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πνευματικος
πνευματικός
adj.=3 3
; 1) дыхательный
ex. (τὸ μόριον Arst.)
; 2) воздушный
ex. (κίνησις Arst.)
; 3) наполненный газами, вспученный, вздутый
ex. (ἡ ὑστέρα Arst.)
; 4) пучащий
ex. (οἶνος Arst.)
; 5) духовный Plut., NT., Anth.