Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παραπομπη
παραπομπή
παρα-πομπή ἡ
; 1) перевозка, доставка (αἱ τῶν καρπῶν παραπομπαί Arst.);
; 2) продовольствие, снабжение (παραπέμψαι τινὶ τὴν παραπομπήν Xen.);
; 3) сопровождение, эскорт (τοῦ σίτου εἰς Ἑλλήσποντον Dem.; π. γυναικεία Plut.).