Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαριθμεω
διαριθμέω
δι-ᾰριθμέω
преимущ. med.
; 1) подсчитывать, считать
ex. (ψήφους Eur.; ἀργυρίδιον Arph.; med. τὰ ὀνόματα Plat.)
; 2) перен. рассматривать, исследовать
ex. (ἄλογος καὴ οὐδὲν διαριθμησάμενος Plat.)
τούτων διηριθμημένων Arst. — по рассмотрении этого