Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περιβολος
περίβολος
I
περί-βολος adj=2 2 окаймляющий, обвивающий (голову) (στέφεα περίβολα Eur.).
II
περίβολος ὁ
; 1) стена, ограда (τῆς πόλεως Plat.);
; 2) (закрытое) помещение:
ἐν οἰκείῳ περιβόλῳ Plat. у себя дома;
; 3) очертание, объем, размеры (πόλις κατὰ τὸν περίβολον οὐ μεγάλη Polyb.);
; 4) пределы, территория (νεωρίων Eur.);
; 5) круг, извив (ἐχίδνης περίβολοι Eur.).