Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
γεννητος
γεννητός
дор. γεννᾱτός adj.=3 3
; 1) рожденный ex. (θεοί Plut.); перен. смертный
ex. (γ. καὴ ἐπίγειος Luc.)
; 2) природный, родной
ex. (εἴτε γ. εἴτε ποιητὸς υἱός Plat.)
; 3) рождающийся, возникающий
ex. (αἴτια γεννητὰ καὴ φθαρτά Arst.)