Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιλογιζομαι
ἐπιλογίζομαι
ἐπι-λογίζομαι
(fut. ἐπιλογίσομαι - атт. ἐπιλογιοῦμαι)
; 1) считать, полагать, думать
ex. (ἐπιλογισθέντες ὅτι οὔτε πλήθεϊ ἕξουσι χρᾶσθαι οἱ βάρβαροι, οὔτε ἵππῳ Her.)
; 2) принимать во внимание, учитывать
ex. (οὐδὲν τούτων Xen.)
; 3) обращаться с речью
ex. (πρὸς ὀργέν ἢ ἔλεον Arst.)