Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανταπολλυμι
ἀνταπόλλυμι
ἀντ-απόλλῡμι
истреблять в отмщение ex. (τινά и τι Eur., Plat.); med.-pass. погибать в свою очередь
ex. (κατακτὰς αὐτὸς ἀνταπόλλυμαι Eur.)
ὑπέρ τινος ἀνταπόλλυσθαι Her. — быть казненным за убийство кого-л.