Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διανοιγω
διανοίγω
δι-ᾰνοίγω
(aor. διήνοιξα - pass. διηνοίχθην)
; 1) открывать
ex. (τοὺς ὀφθαλμούς Plat.; τὰ ὦτά τινι Luc.)
; 2) отворять
ex. (τὰς πύλας τινί Plut.)
; 3) вскрывать, рассекать
ex. (διανοιχθέν τι τῶν τετραπόδων Arst.)
; 4) прокладывать себе путь, прорываться
ex. (ἐν τῷ στενοπόρῳ διανεωγὸς στόματι πέλαγος Arst.)
; 5) раскрывать, разъяснять
ex. (τὰς γραφάς τινι NT.)