Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διομνυμι
διόμνυμι
δι-όμνῡμι
преимущ. med. приносить клятву, клясться
ex. (διώμοσεν τὸν αὐτόχειρα δουλώσειν Soph.; διωμόσατο Ῥωμύλον ἰδεῖν εἰς οὐρανὸν ἀναφερόμενον Plut.)
σεμνὸν ὅρκον διομοσάμενος Lys. — дав священную клятву;
διομόσασθαί τι Plat. — клятвенно утверждать что-л.;
διομόσασθαί τινα Dem. — клясться чьей-л. головой