Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγκαθιστημι
ἐγκαθίστημι
ἐγ-καθίστημι
(fut. ἐγκαταστήσω)
; 1) ставить, размещать
ex. (φρουράς Isocr.; στρατιώτας Dem.; ἄνδρας Plut.)
; 2) назначать
ex. (ἡγεμόνα τινά Thuc.; φρουράρχους Plut.)
; 3) возвращать
ex. (τινὰ Μυκήνας πάλιν Eur.)
; 4) (в aor., pf. и ppf.) обосноваться, утвердиться
ex. (τύραννοι ἐγκαθεστᾶσιν Lys.)
τύραννον ἐᾶν τινα ἐγκαθεστάναι Thuc. — позволить кому-л. захватить самодержавную власть