Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανυπερβλητος
ἀνυπέρβλητος
ἀν-υπέρβλητος
adj.=2 2
; 1) не могущий быть превзойденным, несравненный
ex. (φιλία Xen.; ἀρετή Isocr.)
; 2) безмерный, беспредельный
ex. (τὸ βάθος Arst.; φιλοτιμία Dem.; γῆθος Plut.)
; 3) сильнейший
ex. (χειμῶνες Arst.)
; 4) неодолимый
ex. (δύναμις Plut.)