Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αφελκω
ἀφέλκω
ἀφ-έλκω
ион. ἀπέλκω
; 1) оттаскивать, отрывать
ex. (τοὺς ἱκέτας ἐκ τοῦ ἱροῦ Her.; πῶλον ἀπὸ μαστῶν Eur.; ἑαυτὸν εἰς τοὐναντίον Arst.)
; 2) тащить силой, угонять
ex. (τινά Xen., Plat.; τριήρεις Thuc.)
; 3) med. стаскивать, сдергивать
ex. (δόρατος τοὔλυτρον Arph.)
; 4) med. заманивать, подговаривать
ex. (τινά Plut.)
; 5) всасывать, впивать
ex. (θρόμβους φόνου Aesch.)