Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κολποω
κολπόω
; 1) вздувать, надувать ex. (χιτῶνας καθάπερ ἱστία Luc.; λίνα πνοιῇ Anth.); pass. надуваться, раздуваться
ex. (χιτῶνες κολπώσαντες τῷ ἀνέμῳ Luc.; κολπωθεῖσα ὑπὸ ἀνέμου ἐσθής Plut.)
; 2) med.-pass. изгибаться, глубоко вдаваться в берег
ex. (κόλπος κολπούμενος Polyb.)