Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διωξις
δίωξις
-εως ἡ
; 1) преследование, погоня
ex. (δίωξιν ποιεῖσθαι Thuc.; δ. Ἕκτορος Arst.)
πεμφθέντες ἐπὴ τέν δίωξιν Plut. — посланные в погоню
; 2) тяготение, влечение, стремление
ex. (ἐπιθυμία καὴ δ. τινος Plat.; ἐν ὀρέξει δ. καὴ φυγή Arst.; τῶν καλῶν καὴ ἀγαθῶν Plut.)
; 3) судебное преследование, обвинение
ex. (τῶν ἀδικούντων и τῆς κλοπῆς Plut.)