Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξαγριαινω
ἐξαγριαίνω
ἐξ-αγριαίνω
раздражать, возбуждать ex. (λόγοις καὴ ᾠδαῖς Plat.; τινὰ πρός τινα Plut.); med.-pass. приходить в возбужденное состояние, раздражаться
ex. (ὑπό τινος Plat. и περί τι Arst.)