Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πανηγυρις
πᾰνήγῠρις
πᾰν-ήγῠρις, дор. πανάγῠρις (νᾰ), εως ἡ[ἀγείρω] (ион. acc. pl. πανηγύρις)
; 1) всенародное празднество, панегирей (πανηγύρις πανηγυρίζειν, ποιεῖσθαι или ἀνάγειν Her. и πανηγύρεις συνάγειν Isocr.);
; 2) многочисленное (всеобщее) собрание (θεῶν Aesch.; φίλων Eur.; ἐν πανηγύρει βουλεύεσθαι Aesch.):
ἡ νεοσσῶν π. Eur. дети, детвора.