Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απερχομαι
ἀπέρχομαι
ἀπ-έρχομαι
; 1) уходить, уезжать, тж. удаляться
ex. (τινος Hom., Soph., ἀπό и ἔκ τινος Thuc.; ἐς τέν πόλιν Her.; παρά τινα Luc.)
; 2) возвращаться
ex. (ἐπ΄ οἴκου Thuc.: εἰς τέν ἀρχαίαν φύσιν Plat.)
; 3) оставлять, переставать, прекращать
ex. (τοῦ λόγου и ἐκ δακρύων Eur.)
ἀπελθεῖν ἐκ τοῦ βίου Luc. — умереть
; 4) прекращаться, оканчиваться, проходить
ex. (ἡ νόσος ἀπέρχεται Soph.)
ἀπελθόντος ἐνιαυτοῦ Plat. — по истечении года
; 5) распространяться
ex. (ἀπῆλθεν ἡ ἀκοέ εἰς ὅλην τέν Συρίαν NT.)
; 6) умирать Diog.L., Anth.