Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
διαφιημι
διαφίημι
δι-αφίημι
(
fut.
διαφήσω,
aor.
διαφῆκα)
распускать, отпускать
ex. (τὸ στράτευμα
Xen.
; τέν δύναμιν
Dem.
; πάντας εἰς τέν χειμασίαν
Polyb.
; τοὺς συμμάχους
Plut.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,