Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πρεσβυτης
πρεσβύτης
I
πρεσβύτης, ου (ῡ) m
; 1) древний (Κρόνος Aesch.);
; 2) старый (λέων Arst.).
II
πρεσβύτης, ου ὁ
; 1) старик, старец (παῖδες καὶ ἄνδρες καὶ πρεσβῦται Plat.);
; 2) страдающий пресбиопией (возрастной дальнозоркостью) (ὁ μύωψ καὶ ὁ π. Arst.).