Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατευθυνω
κατευθύνω
κατ-ευθύνω
(ῡ)
; 1) выпрямлять, делать прямым, направлять по прямой линии
ex. (τέν πτῆσιν Arst.)
; 2) направлять, вести
ex. (τέν ναῦν Arst.; τὰς φύσεις Plat.; τοὺς νέους πρὸς τὰ βελτίονα, τὰ παρόντα πρὸς τὸ κάλλιστον τέλος Plut.; τοὺς πόδας τινὸς εἰς ὁδὸν εἰρήνης NT.)
; 3) управлять
ex. (τὸν ἐλέφαντα τῷ δρεπάνῳ Arst.)
κ. τέν ἀρχήν Plut. — управлять справедливо
; 4) привлекать к ответу, требовать отчета
ex. (τινός Plat.)
; 5) (sc. ἑαυτόν) направляться, устремляться
ex. (ἐπὴ τοὺς πολεμίους Plut.)