Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επεισαγω
ἐπεισάγω
ἐπ-εισάγω
; 1) (сверх, помимо или вновь) вводить
ex. (παισὴν αὑτοῦ μητρυιάν Diod.; τὰς ξένας φωνὰς τοῖς ἀκροατηρίοις Plut.; med.: νέους ἑταίρους Plat.; ἔξωθέν τι Aeschin., Plut.)
; 2) вводить, заводить, (впервые) применять
ex. (ἄλλην μηχανήν Polyb.)
; 3) (впервые) ставить на сцену, инсценировать (sc. δρᾶμα Aeschin., Polyb.)
; 4) вводить взамен, заменять
ex. (τούτῳ τῷ στρατηγήματι ἕτερον Diod.)
; 5) насаждать, прививать
ex. (στάσιν τῇ Ῥώμῃ Plut.)