Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκρεω
ἐκρέω
ἐκ-ρέω
(fut. ἐκρεύσομαι, aor. ἐξέρρευσα, aor. 2 ἐξερρύην, pf. ἐξερρύηκα)
; 1) вытекать, литься
ex. (ἐκ δ΄ αἷμα ῥέε Hom.; ἐκ τοῦ χάσματος Plat.; αἷμα ἐκρυέν и ἐξερρυηκός Arst.)
; 2) изливаться, втекать, впадать
ex. (ἐς θάλασσαν Her.)
; 3) выпадать
ex. (τὰ πτερὰ ἐξερρύηκε Arph.; τρίχες ἐκρέουσιν Arst.)
; 4) прекращаться, кончаться, исчезать
ex. (τὸ γελοῖον ἐξερρύη Plat.; τὸ δέος ἐξερρυηκός Plut.)
ἐξερρύησαν οἱ τοῦ Θεμιστοκλέους λόγοι τῶν Ἑλλήνων Plut. — греки забыли о словах Фемистокла
; 5) утрачивать, терять
ex. (τέν χάριν Anth.)