Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναμαχομαι
ἀναμάχομαι
ἀνα-μάχομαι
; 1) возобновлять сражение Her., Thuc., Xen.
ex. ἀ. τὸν λόγον τινός Plat. — вновь оспаривать чей-л. довод
; 2) заглаживать, возмещать
ex. (τέν φθοράν Arst.; τέν γεγενημένην περιπέτειαν Polyb.; τέν προτέραν ἧτταν Plut.; τὸ ἐλάττωμα Diod.)
συμμάχους προσλαβόντες οἴονται ἀναμαχέσασθαι ἄν Xen. — они рассчитывают обзавестись союзниками и отомстить (за поражение)