Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
παρεκφερω
παρεκφέρω
παρ-εκφέρω
выносить за пределы
(чего-л.):
τὸ πέρα τοῦ μέτρου παρεκφέρεσθαι
Plut.
утрата (должной) меры, неумеренность.