Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
καταδειδω
{*}καταδείδω
(
только
aor.
:
κατέδεισα,
inf.
καταδεῖσαι,
part.
καταδείσας)
(у)бояться, (ис)пугаться
ex. (τὸν κίνδυνον
Thuc.
,
Plut.
; τινα
Dem.
; τοιοῦτον ἰδὼν τέρας, οὐ κατέδεισα
Arph.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,