Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσθιος
πρόσθιος
adj.=3 3
; 1) передний
ex. (πόδες Her., Arst.; κῶλα Plat., Arst.; ὀδόντες Arst.)
βάσιν χερσὴ προσθίαν καθαρμόζειν Eur. — передвигаться на четвереньках;
χοροὴ οἱ πρόσθιοι Arph. — передний ряд зубов
; 2) нанесенный или полученный спереди
ex. (τραύματα Anth.)