Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προθνῃσκω
προθνῄσκω
προ-θνῄσκω
; 1) умирать или погибать ранее
ex. (προτεθνάναι τινί Thuc.; προτεθνηκὼς τῆς μάχης Luc.; προτεθνεὼς ἀναιρεθεὴς ὑπό τινος Plut.)
προετεθνήκειν ἤδη τῷ δέει Luc. — я (чуть) не умер безвременно от ужаса
; 2) умирать, отдавать жизнь за (кого-л.)
ex. (π. τινός Eur.)