Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περιζωννυμαι
περιζώννῠμαι
περι-ζώννῠμαι
; 1) med. подпоясываться, т. е. надевать на себя (τὴν φορβειάν Arst.; ἐσθῆτα Plut.; ζώνην χρυσῆν NT):
περιζωσάμενοι τὴν ὀσφύν NT препоясав свои чресла;
; 2) pass. быть препоясанным (ὀσφύες περιεζωσμέναι NT).