Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανηκοος
ἀνήκοος
ἀν-ήκοος
adj.=2 2
; 1) ничего не слышащий, лишенный слуха
ex. (οἱ καθεύδοντες Arst.)
; 2) никого не слышащий
ex. (τινος Xen., Plat.)
; 3) никого не слышавший, неосведомленный, несведущий
ex. (παιδείας Aeschin.; τῶν Ἑλληνικῶν φιλοσόφων οὐδενός Plut.)
οἶμαί σε οὐκ ἀνήκοον εἶναι ἔνια χθιζὰ γεγενημένα Plat. — полагаю, что ты слышал о кое-каких вчерашних событиях
; 4) неученый
ex. (σκαιὸς καὴ ἀ. Dem.)