Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παλαιγενης
πᾰλαιγενής
πᾰλαι-γενής adj=2 2
; 1) давно рожденный, т. е. древний (Κρόνος, Μοῖραι Aesch.);
; 2) старый, престарелый (γρηῦς, γεραιός Hom.);
; 3) старинный, давнишний (ἐχθρός Aesch.; μῦθοι Anth.).