Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
εναθλεω
ἐναθλέω
ἐν-αθλέω
упражняться
ex. (ταῖς τοξείαις
и
ἐν τοῖς γυμνασίοις
Diod.
; μαθήμασι
Luc.
; τοῖς πολέμοις
Diod.
,
Plut.
;
med.
προνοίᾳ
Anth.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,