Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δολερος
δολερός
adj.=3 3
; 1) хитрый, коварный (sc. Κλυταιμνήστρα Soph.; κρυψίνους καὴ δ. Xen.; ἄνθρωπος Arst.)
; 2) обманчивый, коварный
ex. (ποταμός Her. - v. l. θολερός; εἵματα Her., Plut.; χρώματα Plut.)