Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υπερβαλλων
ὑπερβάλλων
ὑπερ-βάλλων
-ουσα -ον
; 1) превосходный, отличный, замечательный
ex. (δαπάνη Xen.)
οἱ ὑπερβάλλοντες Isocr. — выдающиеся (люди)
; 2) неумеренный, преувеличенный
ex. (ἔπαινοι Plat.)
τὰ ὑπερβάλλοντα Eur. — излишества
; 3) крайний
ex. τὰ ὑπερβάλλοντα ἑκατέρωσε Plat. — обе крайности