Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ουρανος
οὐρᾰνός
οὐρᾰνός, дор. ὠρᾰνός, эол. ὀρᾰνός ὁ( NT тж. pl.)
; 1) небо (χάλκεος, πολύχαλκος, σιδήρεος, ἀστερόεις Hom.):
οἱ ἐξ οὐρανοῦ Aesch. и οἱ ἐν οὐρανῷ θεοί Plat. небесные боги;
νὴ τὸν οὐρανόν! Arph. клянусь небом!;
πρὸς οὐρανὸν βιβάζειν τινά Soph. превозносить кого-л. до небес;
ἡ στρατιὰ τοῦ οὐρανου NT = οἱ ἀστέρες;
; 2) климатическая область, климат:
τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν ὡρέων τῷ καλλίστῳ Her. в благодатнейшем климате;
; 3) анат. небо (ὁ τοῦ στόματος οὐ. Arst.).