Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διολλυμι
διόλλυμι
δι-όλλῡμι
(fut. διολέσω - атт. διολῶ, aor. διώλεσα, pf. διολώλεκα)
; 1) губить, уничтожать
ex. (τινά Soph.; τι Plat.; τινὰ διολλύμενον σῶσαι Plut.)
ὑπὸ λιμοῦ δ. τινά Plut. — уморить кого-л. голодом;
med.-pass. (pf. διόλωλα) — гибнуть, пропадать (οἶκος ἐμὸς διόλωλε Hom.; γομφοδέτῳ δόρει Aesch.; ἀνδρὸς ἔκ τινος Soph.):
διόλλυνται τὸν κίνδυνον ὑφορώμενοι Thuc. — они до смерти боятся предстоящей опасности
; 2) совращать, осквернять
ex. (δάμαρτά τινος κρυπταῖσιν εὐναῖς Eur.)
; 3) забывать
ex. ταῦτα καλῶς ἐγὼ εἰδὼς διώλεσα Soph. — я отлично знал это, но забыл