Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ευρυθμος
εὔρυθμος
εὔ-ρυθμος
adj.=2 2
; 1) слаженный, стройный, размеренный, мерный
ex. (κρούματα Arph.; κίνησις Plat.; μουσική Arst.)
; 2) соразмерный, изящный
ex. (σχῆμα Plat., σώματα Xen.; ὀρνίθιον Arst.)
; 3) хорошо пригнанный, хорошо сидящий
ex. (θώραξ Xen.)