Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διειργω
διείργω
δι-είργω
эп.-ион. διέργω (эп. impf. διέεργον)
; 1) разделять, разобщать, отделять
ex. (τινάς Hom., Thuc.; sc. τοὺς θεοὺς καὴ ἡμᾶς Pind.; τὸ μέσον τῆς πόλιος ποταμὸς διέργει Her.; τέν χώραν Polyb.; τέν πόλιν ἀπὸ τῆς ἠπείρου Plut.)
; 2) разнимать (sc. μαχομένους Plat.)
; 3) преграждать, отрезывать
ex. (τῆς οἴκαδε ὁδοῦ Xen.)