Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διοικιζω
διοικίζω
δι-οικίζω
; 1) расселять, селить врозь
ex. (κατὰ κώμας τινάς Dem., Diod.; τὸν ὄχλον ἐκ τοῦ ἄστεως ἀπελαύνειν καὴ δ. Arst.; τινὰς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Polyb.)
διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῇ Xen. — население Мантинеи было расселено по четырем областям
; 2) med. переселяться, переезжать
ex. (ἐκ Κολλυτοῦ εἰς τέν Φαίδρου οἰκίαν Lys.)