Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συναγελαζομαι
συναγελάζομαι
συν-ᾰγελάζομαι
собираться в стада, жить стаями Polyb., Sext.
ex. οἱ ἰχθύες συναγελάζονται μετ΄ ἀλλήλων Arst. — рыбы собираются в стаи;
σ. τινι Plut. — присоединяться к кому-л.