Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιπονος
ἐπίπονος
ἐπί-πονος
adj.=2 2
; 1) трудовой, полный труда
ex. (βίος Lys., Xen., Plut.)
; 2) трудный, мучительный
ex. (ἡμέραι Soph.; πάθος Eur.; μαθήσεις καὴ μελέται Xen., ὠδίς Arst.)
; 3) тягостный, тяжелый
ex. (φυλακή Thuc.; ἐ. γῆρας Plat.)
ἐπίπονόν ἐστι τέν δύσκλειαν ἀφανίσαι Thuc. — трудно смыть позор
; 4) трудолюбивый, трудящийся
ex. (ἀνήρ Arph., Plat.; ἄνθρωπος Plut.)
; 5) зловещий, предвещающий страдания
ex. (οἰωνός Xen.). - см. тж. ἐπίπονον