Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κτηνος
κτῆνος
-εος τό
; 1) домашнее животное, голова скота ex. (ὗς ἢ βοῦς ἢ ἄλλο τι κ. Xen.); pl. домашний скот
ex. (ποιμένες κτήνη νέμοντες Plat.)
; 2) pl. имущество, собственность
ex. (κτήνη δημιοπληθέα Aesch.)