Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παραχραομαι
παραχράομαι
παρα-χράομαι, ион. παραχρέομαι
; 1) пренебрежительно относиться, дурно выполнять (τὸ πρῆγμα Her.):
παραχρεώμενος Her. пренебрегая (опасностью);
; 2) плохо обращаться, дурно относиться (τινος и εἴς τινα Her.);
; 3) злоупотреблять (τινι Polyb.).