Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επαναμενω
ἐπαναμένω
ἐπ-αναμένω
Aesch. ἐπαμμένω (aor. ἐπανέμεινα)
; 1) выжидать
ex. ἐπανέμειναν οἱ Ἀθηναῖοι διατρίβοντες Her. — афиняне выжидали и тянули (с переговорами)
; 2) ожидать, ждать
ex. ἐπανάμεινόν μ΄ ὀλίγον εἰσελθὼν χρόνον Arph. — войди и подожди меня немного;
impers. ὅ τι μ΄ ἐπαμμένει παθεῖν Aesch. — то, что мне предстоит (еще) выстрадать